- θελκτικός
- appétissant
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
θελκτικός — ή, ό (Α θελκτικός, ή, όν) [θέλγω] αυτός που έχει την ιδιότητα ή τη δύναμη να θέλγει, ελκυστικός, γοητευτικός («θελκτικές υποσχέσεις»). επίρρ... θελκτικώς και ά με ελκυστικό τρόπο … Dictionary of Greek
θελκτικός — ή, ό γοητευτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θελκτικά — θελκτικός neut nom/voc/acc pl θελκτικά̱ , θελκτικός fem nom/voc/acc dual θελκτικά̱ , θελκτικός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελκτικόν — θελκτικός masc acc sg θελκτικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελκτικαῖς — θελκτικός fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελκτικαί — θελκτικός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελκτικοῖς — θελκτικός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελκτικωτάτη — θελκτικός fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελκτικῆς — θελκτικός fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελκτικῇ — θελκτικός fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελκτικήν — θελκτικός fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)